- σαπφείρου
- σάπφειροςlapis lazulifem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
VERITAS — temporis filia et Vittutis mater, Dea existimata est a Gentibus. Fingebatur mulier pulchra, magna, simphiciter ornata, illustris ac splendida, cuius oculorum orbes purô lumine nitebant, ut astrorum et stellarum fulgorem imitari viderentur. Vide… … Hofmann J. Lexicon universale
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
σαπφείρινος — η, ο / σαπφείρινος, ίνη, ον, ΝΑ, και σαμπφείρινος, ίνη, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σάπφειρο ή αυτός που έχει κατασκευαστεί από σάπφειρο, ζαφιρένιος νεοελλ. συνεκδ. αυτός που έχει χρώμα σαπφείρου, κυανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπφειρος +… … Dictionary of Greek
σαπφειρόχρους — ουν και οος, οον, Ν (λόγιο επίθ.) αυτός που έχει το χρώμα σαπφείρου, ζαφιρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπφειρος + χρους / χροος (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. μολυβδό χρους] … Dictionary of Greek
χρυσοσάπφειρος — ὁ, Α είδος σαπφείρου με λαμπερό χρυσό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σάπφειρος «ζαφείρι»] … Dictionary of Greek